ζῶναι

ζῶναι
ζώνη
belt
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • оброучь — ОБРОУЧ|Ь (8*), А с. 1. Кольцо, обруч: ношаше же имѣ˫аи послушаниѥ гр҃вну зла(т). и обруча и болшю славу. имѧше паче сихъ Пр 1383, 36б; ѥгда ѹбываеть луны. тъ не сама по ѥству ѹбываѥть... водимъ [в др. сп. видимъ] ѹбо и темную ѥ˫а часть. аки… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MARSUPIUM — Graece Μαρσύπιον, ex μάρη manus, et σιπύη, arca, olim pendulum a zona, recondendae pecuniae, gestabatur, unde Mercurius, Deus lucri et Negotiatorum Praeses cum sacello pingebatur, ut ait Cornutus in A. Persium Sat. 5. v. 112. i. e. cum sacco vel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ZONAE — I. ZONAE quantum ad nostrum attinet institutum, sunt circuli quidam lati, caelum, terramque veluti cingulâ quâdam ambientes. Sunt autem numerô quinque: ex quibus media, quae inter Tropicos est, nimiô calore parum apta creditur habitationi: duae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • περιειλάς — άδος, ἡ, Α αυτή που περιβάλλει, που περιζώνει («περιειλάδες ζῶναι», Ερατοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιείλω + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… …   Dictionary of Greek

  • υπαλλαγή — η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ [ὑπαλλάσσω] αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα τού δημιουργού στη θέση τού δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”